Η σημερινή άποψη για το τι είναι φυσικό προϊόν στην διατροφή μας είναι αρκετά συγκεχυμένη. Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι ταυτίζουν το φυσικό προϊόν με το βιολογικό, όμως μέχρι σήμερα βιολογικό θεωρούμε ένα προϊόν το οποίο προέρχεται από αγροτικές πρώτες ύλες οι οποίες παράχθηκαν με τρόπο που δεν χρησιμοποιεί ισχυρά χημικά φυτοφάρμακα και εφαρμόζει στην καλλιέργεια μια στοιχειώδη συντήρηση του καλλιεργούμενου εδάφους. Άλλοι το ταυτίζουν με το οικολογικό προϊόν μια έννοια ακόμη πιο συγκεχυμένη τόσον όσον αφορά το τι πρεσβεύουν οι θιασώτες του όσο και στο τι διαφέρει από το βιολογικό. Σύμφωνα με την γενική κρατούσα άποψη οικολογικό προϊόν στην διατροφή μας είναι εκείνο για την παραγωγή του οποίου δεν χρησιμοποιούνται εξαντλητικές και επιβαρύνουσες την φύση μέθοδοι.
Και οι δύο παραπάνω έννοιες δείχνουν καθαρά ότι οι ορισμοί του βιολογικού και οικολογικού προϊόντος περιορίζονται μόνο στο μέρος της παραγωγής των πρώτων υλών και ελάχιστα επεκτείνονται στην μεταποίηση και την παραγωγή των τροφίμων τα οποία τελικά καταναλώνουμε. Σε όλα τα πρόσθετα σήμερα στα τρόφιμα ο μόνος μπούσουλας, για το αν θα γίνει αποδεκτή η χρήση τους και σε ποιο ποσοστό, είναι το αν επιφέρει η χρήση τους προβλήματα στον ανθρώπινο οργανισμό ή όχι, και φυσικά όταν μιλάμε για προβλήματα συνήθως περιοριζόμαστε στα άμεσα και εμφανή αποτελέσματα που προκύπτουν με την παρουσία αυτών των προσθέτων στα τρόφιμα ενώ σπάνια επεκτεινόμαστε στις μακροχρόνιες επιπτώσεις.
Ο όρος φυσικό προϊόν δεν είναι καινοφανής υπάρχει από καιρό στην βιβλιογραφία και στο marketing και παρόλο που δεν έχει επίσημο ορισμό μέχρι σήμερα -τουλάχιστον από ότι μου είναι γνωστό- χρησιμοποιείται κύρια για την διευκρίνιση του ότι κάποια συγκεκριμένη ουσία έχει παραχθεί από φυσικές πρώτες ύλες και δεν είναι τεχνητή, προϊόν βιομηχανικής δηλαδή σύνθεσης. Έτσι η βανίλλια που βρίσκομε στα ράφια των καταστημάτων είναι τεχνητή και όχι φυσική σε αντίθεση με την βανίλλια που βρίσκεται στον λοβό-καρπό του φυτού Vanilla Planifolia. Αυτή είναι μια διάκριση πλήρως αποδεκτή αλλά δεν νομίζω ότι μπορούμε να αποδεχθούμε με την ίδια ευκολία σαν φυσικά προϊόντα ουσίες οι οποίες αποσπώνται από το φυσικό τους σύστημα με φυσικές και πολύ περισσότερο με χημικές μεθόδους. Η ρεζβερατρόλη σε χάπια για παράδειγμα όπως την κυκλοφόρησαν πριν χρόνια εταιρείες παρόλο το ότι παραλαμβάνεται από τους φλοιούς σταφυλιών απέχει πολύ σε δράση και σε ικανότητα απορρόφησης από τον ανθρώπινο οργανισμό σε σχέση με την ίδια ουσία όταν καταναλώνεται μέσα στο φυσικό της σύστημα, το σταφύλι ή το κρασί. Στο παράδειγμά μας η φυσικότητα της ουσίας μέσα στο χάπι έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανισθεί. Το ίδιο συμβαίνει με τις βιταμίνες σαν ένα άλλο παράδειγμα που διατίθενται σε καθαρή μορφή αποσπασμένες και πάλι από το φυσικό τους σύστημα. Και φυσικά η ρεζβερατρόλη και οι βιταμίνες είναι μια μικρή μόνο περίπτωση του όλου ζητήματος γιατί η αγορά σήμερα είναι γεμάτη από συμπυκνωμένα σκευάσματα που προέρχονται από φυσικές πρώτες ύλες και για τις οποίες οι κατασκευαστές τους διατείνονται ότι διατηρούν την φυσικότητά τους.
Το κείμενο που ακολουθεί προτείνει ένα νέο ορισμό της έννοιας της φυσικότητας των προϊόντων και φυσικά, χωρίς να έχει την αξίωση να είναι τελικός και ολοκληρωμένος, ξεκινάει από την φιλοσοφία ότι η έννοια της φυσικότητας ενός προϊόντος το οποίο καταναλώνεται από τον άνθρωπο προκύπτει από την όσο το δυνατόν καλύτερη διαφύλαξη αυτού που μας δίνουν οι φυσικές διαδικασίες και όχι από την τροποποίησή τους για λόγους είτε μαζικής και συγχρόνως φθηνής παραγωγής είτε συμμόρφωσης με πρότυπα ποιότητας που έχουν επιβληθεί για εμπορικούς κυρίως λόγους. Ας φύγομε λοιπόν για λίγο από το εργαστήριο του χημικού και ας πάμε μια βόλτα στην ζωντανή φύση.