Η δομή των φυσικών συστημάτων

Σπούδασα χημικός και έμαθα σε όλη την εκπαίδευσή μου να μελετώ τα φυσικά συστήματα σαν μακροσκοπική εκδήλωση ιδιοτήτων των μορίων και των ατόμων όμως ελάχιστα έμαθα για την οργάνωση της ύλης από το μικροσκοπικό επίπεδο των μορίων μέχρι το μακροσκοπικό της καθημερινής μας ζωής. Αυτή η μέθοδος έρευνας πρέπει να το πω μετά από πολύχρονη πείρα μοιάζει με την προσπάθεια ενός παιδιού να εξερευνήσει το μηχανισμό ενός ρολογιού με ένα σφυρί. Μπορεί να δει όλα τα κομμάτια που θα ξεπεταχτούν από εκεί αλλά δεν θα μπορέσει να καταλάβει το πώς ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους και πως αλληλοϋποστηρίζονταν στην λειτουργία του μηχανισμού. Και παρεμπιπτόντως δεν είναι μόνο η χημεία που ακολουθεί τέτοιες απλουστευτικές οδούς αλλά αυτή η μέθοδος μελέτης και ανάλυσης των φαινομένων είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην σημερινή επιστήμη. Οι θυγατρικές της χημείας επιστήμες, βιολογία, φυσιολογία, αγροχημεία και οι εφαρμοσμένες μορφές τους ιατρική, διατροφή, γεωπονία, οινολογία κλπ ακολουθούν λίγο πολύ τα ίδια μονοπάτια.

Κατά την ταπεινή μου άποψη αυτή η χαμένη επαφή μέσα στο μυαλό μας μεταξύ του μικροσκοπικού και του μακροσκοπικού επιπέδου, μεταξύ του τρόπου σκέπτεσθαι του δικού μας και του τρόπου λειτουργίας των φυσικών συστημάτων πρέπει να αποκατασταθεί γιατί έτσι θα γίνομε πολύ πιο αποδοτικοί σε αποτέλεσμα και ποσοτικά και ποιοτικά και μάλιστα με λιγότερη προσπάθεια και κατανάλωση κίνησης(ενέργειας).

Η Φύση είναι διαρθρωμένη σε συστήματα όντων έτσι ώστε μπορούμε να πούμε ότι συνίσταται αυτή από συστήματα και από την κίνησή τους. Η οργάνωση αυτή εκτείνεται από το άπειρα μικρό στο άπειρα μεγάλο. Κάθε σύστημα ξεκινά την εμφάνισή του σαν μια κοινή κίνηση μικρότερων ή και απλούστερων από αυτό συστημάτων και στην συνέχεια εξελίσσεται με την δημιουργία άλλων εσωτερικών σε αυτό συστημάτων, τα οποία είναι πιο υψηλής οργάνωσης και αυτά με την σειρά τους σε άλλα πιο οργανωμένα κοκ. Το φυσικό σύστημα λοιπόν στηρίζεται σε μια πολυεπιπεδική οργάνωση εσωτερικών συστημάτων όπου κάθε επιμέρους επίπεδο προκύπτει από το υποεπίπεδό του ενώ στο ίδιο επίπεδο τα συστήματα συνεργάζονται μεταξύ του έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα στο επίπεδο οργάνωσης το δικό μας να είναι το μακροσκοπικό σύστημα το οποίο εμείς αισθανόμαστε.

Για να πάμε στο ζήτημα που μας ενδιαφέρει κάθε φυσική πρώτη ύλη, που χρησιμοποιείται αυτούσια (πχ σταφύλι) ή εξελιγμένη με φυσική αυθόρμητη διαδικασία(πχ γλεύκος σε ζύμωση-νέο κρασί κλπ) έχει μια εσωτερική δομή, μια οργάνωση σε πολλά επίπεδα η οποία ξεκινάει από την αρχική βασική κίνηση, την οποία κατά σύμβαση μπορούμε να αποδώσομε με την σημερινή κρατούσα ορολογία σαν το επίπεδο των ατόμων και των μορίων, περνάει στο επίπεδο των μεγαλομορίων και από εκεί με οργάνωση αυτών των μεγαλομορίων σε μεγαλύτερα συστήματα, μικύλλια κλπ, στην δομή των κυττάρων. Τα ίδια τα κύτταρα αρχίζουν να οργανώνονται σε συστήματα με εξειδικευμένη δραστηριότητα, η οποία είναι εμφανής πλέον στα εργαστηριακά μας όργανα, για να φθάσομε στο φυσικό προϊόν όπως εμφανίζεται στο δικό μας επίπεδο όπου συνεργάζονται πλέον αυτά τα εσωτερικά συστήματα κυττάρων εξειδικευμένης κίνησης.

Όλα τα συστήματα ζουν με την αφομοίωση κίνησης κατώτερης οργάνωσης συστημάτων και την μεταφορά, αποβολή κίνησης, στο εξωτερικό περιβάλλον. Η περίπτωση της διατροφής μας είναι ακριβώς αυτή η πλευρά του φαινομένου της αφομοίωσης. Για να μπορεί όμως ένα σύστημα να αφομοιωθεί και να συμβάλλει στην συντήρηση της κίνησης του αφομοιωτή θα πρέπει η κίνηση επιμέρους εσωτερικών συστημάτων του πρώτου να αντιστοιχεί στην κίνηση εσωτερικών συστημάτων του δεύτερου, θα πρέπει να μπορούν δηλαδή αυτά να «αναγνωρισθούν» για να συμμετάσχουν στην ενίσχυση της υπάρχουσας κίνησης του «διατρεφόμενου» συστήματος. Αυτή ακριβώς η παραπάνω αναφερθείσα αντιστοιχία επιμέρους συστημάτων δεν είναι τυχαία αλλά έχει εγκαθιδρυθεί μέσα από την εξέλιξη των οργανισμών και εν προκειμένω η σημερινή επιστήμη ελάχιστα μπορεί να μας πληροφορήσει για αυτές τις επιμέρους αντιστοιχίες πως υπάρχουν και πως δρουν για να μην πω ότι ελάχιστα γνωρίζει και για το ποιόν τους. Ακόμη πιο πέρα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφανθούμε εκ των προτέρων, με το σημερινό επίπεδο γνώσεων και θεωρητικών απόψεων της φυσιολογίας και των συναφών κλάδων της επιστήμης, για το αν μια τροποποίηση φυσικής πρώτης ύλης δίνει τελικά προϊόν αφομοιώσιμο από τον οργανισμό μας και σε ποιο βαθμό και ακόμη πιο πέρα αν είναι ακίνδυνο για την εσωτερική του αφομοιωτή οργάνωση με την έννοια ότι όχι μόνο πρέπει να προσφέρει στα υποσυστήματα του οργανισμού μας αλλά και δεν πρέπει να τους προκαλεί ζημιές να μην είναι δηλαδή αποδιοργανωτής της κίνησης του διατρεφόμενου συστήματος. Γιαυτό το λόγο και καταφεύγομε στην «έρευνα δια της αναμονής». Περιμένομε δηλαδή να αποφανθούμε μετά από την πολύχρονη χρήση κάποιας τροποποίησης τροφίμου αν αυτή έχει δυσάρεστες επιπτώσεις και ποιες στον οργανισμό μας. Αλλά γιαυτό δεν χρειάζεται να πληρώνομε παχυλούς μισθούς σε ερευνητές, το βλέπομε και μόνοι μας στον εαυτό μας.

Ορίζεται στο παρόν κείμενο, βαθμός φυσικότητας προϊόντος που βρίσκεται στο κύκλωμα διατροφής του ανθρώπου, το ποσοστό ακεραιότητας των εσωτερικών συστημάτων του σε σχέση με αυτά τα οποία το αποτελούσαν όταν σχηματίστηκε στο φυσικό προτσές που το παρήγαγε. Με βάση αυτή την αντίληψη απόλυτα φυσικό προϊόν είναι αυτό που το συλλέγομε κατευθείαν από τη Φύση την στιγμή που το παίρνομε, το φρούτο πχ την στιγμή που το κόβουμε από το δένδρο, το γάλα την στιγμή που αρμέγεται από το ζώο, το γιαούρτι όπως προκύπτει από τον μετασχηματισμό του γάλακτος από τα γαλακτοβακτήρια, το νέο κρασί όπως προκύπτει από την ζύμωση του γλεύκους κλπ. Αφ ής στιγμής το προϊόν απομακρυνθεί από την φυσική πηγή που το παρήγαγε υφίσταται όπως είναι αναμενόμενο αυθόρμητη φυσική εξέλιξη που αλλάζει την εσωτερική του σύσταση και τελικά το οδηγεί στην ολοκληρωτική αναδιοργάνωση της προηγούμενής του δομής και στο πέρασμα σε καινούργιες μορφές συστημάτων. Τα τελευταία συστήματα είναι και αυτά προϊόντα φυσικής εξέλιξης και ενώ άλλα μπορούν να αφομοιωθούν από τον οργανισμό μας –γιαούρτι, νέο κρασί κλπ- άλλα είναι αδιάφορα ή και επικίνδυνα -πχ κρέας σε αποσύνθεση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ανθρώπινη τεχνική επεμβαίνει για να καθυστερήσει αυτή την διαδικασία αναδιοργάνωσης και να το διατηρήσει όσο το δυνατόν σε μεγαλύτερο βαθμό φυσικότητας για να μπορεί να καταναλωθεί χωρικά και χρονικά μακριά από την πηγή παραγωγής του.